1. |
Ο πρεζάκιας
02:59
|
|
||
Ο πρεζάκιας
Είμαι πρεζάκιας, μάθε το, μα όπου και αν πάω
όλοι φύγε με λέγουνε, νομίζουν θα τους φάγω.
Με βλέπουν και σιχαίνονται, μα γω δυάρα δεν δίνω,
την πρέζα μόνο να τραβώ και ό,τι θέλει ας γίνω.
Μες στο βαγκόνι κάθουμαι, πια σπίτι δεν θυμούμαι
κι ένα τσουβάλι βρώμικο το στρώνω και κοιμούμαι.
Τα ρούχα μου ελιώσανε, φάνηκε το κορμί μου,
η πρέζα με φαρμάκωσε, τελείωσε η ζωή μου.
Χαρμάνης όταν κάθουμαι, πώς σκέφτομαι την πείνα,
σαν μαστουρώσω, βρε παιδιά, δική μου είν’ η Αθήνα.
Σαν αποθάνω, φίλε μου, έρχετ’ αστυνομία
με κάρο σπουπιδιάρικο και κάνει την κηδεία.
|
||||
2. |
Γελασμένος
03:59
|
|
||
Γελασμένος
Πού είναι τα λόγια που ‘λεγες, οι όρκοι και τα χάδια
και τα ολόγλυκα φιλιά που μου ‘δινες τα βράδια;
Ξέχασες που μου έλεγες τρελά πως μ’ αγαπούσες
κι ότι χωρίς εμένανε να ζήσεις δεν μπορούσες.
Μα τώρα μ’ απαρνήθηκες, για μένα δεν σε νοιάζει
και κάθε μέρα βάσανα μες στην καρδιά μου βάζεις.
Μα δεν πειράζει, θα σκεφτείς μια μέρα το τι κάνεις,
χωρίς αιτία κι αφορμή που θες να με ξεκάνεις.
|
||||
3. |
Μάγκισσα
03:10
|
|
||
Μάγκισσα
Με έκαψες, ρε μάγκισσα, μου πήρες την καρδιά μου,
με μια μονάχα σου ματιά μου καις τα σωθικά μου.
Με τα γλυκά ματάκια σου, μάγκισσα, με μαγεύεις,
μου πήρες σκλάβα την καρδιά και όλο με παιδεύεις.
Έλα και άσ' τα πείσματα, μάγκισσα, που μου κάνεις
κι έλα να ζήσουμε τα δυο, μη θες να με πεθάνεις.
Έλα και δως μ’ ένα φιλί, μη μου τ’ αρνείσαι, φως μου,
και μη μου κάνεις πείσματα όποτ’ αν είσαι εμπρός μου.
Από κοντά σου σαν περνώ κρυφά κοιτάζεις πίσω
και μπαίνεις μες στο σπίτι σου για να μη σ’ αντικρύσω.
Αμ έννοια σου, ρε μάγκισσα, και δεν θα μου γλυτώσεις
γιατ’ είμαι διαβολόπαιδο και θα μου το πληρώσεις.
|
||||
4. |
Βλάμισσα
03:08
|
|
||
Βλάμισσα
Μέρες και νύχτες περπατώ, αμάν αμάν, μέσα στη Δραπετσώνα
για μια σουλτάνα βλάμισσα, αμάν αμάν, πεντάμορφη κοκκώνα.
Μου 'χει ποτίσει την καρδιά, αμάν αμάν, με πίκρες και φαρμάκι,
γι' αυτό το ρίχνω στο κρασί, αμάν αμάν, να φύγει το μεράκι.
Ως πότε πες μου, βλάμισσα, αμάν αμάν, δεν είναι αμαρτία,
να λιώνω γω για σένανε, αμάν αμάν, και να 'σαι συ η αιτία.
Έλα, γλυκιά μου βλάμισσα, αμάν αμάν, να γίνομε ζευγάρι
κι οι μάγκες θα μας έχουνε, αμάν αμάν, το μόνο τους καμάρι.
|
||||
5. |
Πέντε μάγκες
03:43
|
|
||
Πέντε μάγκες
Πέντε μάγκες του Περαία πέρναγαν απ’ τον τεκέ,
ένας είπ’ απ’ την παρέα «πά’ να πιούμ’ έν’ αργιλέ».
Μπήκαν μέσα να φουμάρουν, φώναξαν τον τεκετζή
«πιάσε ναργιλέ αφράτο με Περσίας τουμπεκί».
«Δύο τάλιρα τον δίνει(ς), τρία θα πληρώσουμε,
αν η γκλάβα θα γεμίσει, θα σε προτιμήσουμε».
Φούμαραν και ήταν τζούρα, φώναξαν τον τεκετζή,
δεν κατάλαβαν μαστούρα, ήταν σκέτο τουμπεκί.
«Εσύ νόμιζες πως έχεις τίποτα κορτάκηδες,
ούτε πιτσιρίκια έχεις, μήτε και πρεζάκηδες.
Πάν’ εκεί στο Κουνελάκι έχω ζούλα ναργιλέ,
πάμε μάγκες να τον πιούμε, να μην πάμε στον τεκέ».
«Εσύ νόμιζες πως έχεις τίποτα κορτάκηδες,
ούτε πιτσιρίκια έχεις, μήτε και πρεζάκηδες».
Αν θα κλείσουν τους τεκέδες, Πειραιά - Κρεμμυδαρού,
τότες πια θα κουβαλάω στην σπηλιά την κουρελού.
|
||||
6. |
Η Ελένη η ζωντοχήρα
03:22
|
|
||
Η Ελένη η ζωντοχήρα
Η Ελένη η ζωντοχήρα ντέρτι έχει, η κακομοίρα,
έναν γέρο άντρα έχει, η καημένη δεν αντέχει.
Κάθε μέρα αναστενάζει, απ’ το στόμα φλόγες βγάζει
«νέα είμαι, δεν ταιριάζει γέρος να με αγκαλιάζει».
Τον ξεπόρτισε και λέγει «τι να κάνω» κι όλο κλαίγει,
ο μπακάλης την λυπάται, κάθε βράδυ την θυμάται.
Κι ο μανάβης σαν περνάει, στέκει, την παρηγοράει
«έτσι το ‘θελε η μοίρα, Λένη, να ‘σαι ζωντοχήρα».
Σαν τ’ ακούει το μπαρμπεράκι, να και τρέχει με μεράκι
«έλα ‘δώ, βρε Ελενάκι, να σου σβήσω το φαρμάκι».
Το ‘μαθε το χασαπάκι, τήνε στέλνει έν’ αρνάκι
«ψήσε το με το σπανάκι γιατί θα ‘ρθω το βραδάκι».
|
||||
7. |
Σε μια μικρούλα
03:32
|
|
||
Σε μια μικρούλα
Στην Αθήνα μια μικρούλα, όμορφη και νοστιμούλα,
με τα μάτια της τα μαύρα μ' άναψε φωτιά και λαύρα.
Της μιλώ, δεν μ' απαντάει, την αγάπη μου πετάει,
θέλει να με βασανίζει, την καρδιά να μου ραΐζει.
Αχ, μικρούλα μου αφράτη και με ζάχαρη γεμάτη,
σαν σε βλέπω με τρελαίνεις και στον Άδη με πηγαίνεις.
Μ' έκανες, κακιά, και λιώνω, με τα κόλπα σου τελειώνω
και στον κόσμο θα το λέω που με τυραννείς και κλαίω.
Αχ, μικρούλα μου σκερτσόζα και ναζιάρα καπριτσιόζα,
μ' έχεις βάλει σε μεράκι και με πότισες φαρμάκι.
Μ' έκανες κι αναστενάζω και τον πόνο μου φωνάζω,
σ' αγαπώ και θα πεθάνω ταίρι μου αν δε σε κάνω.
|
||||
8. |
Διαμάντω αλανιάρα
04:02
|
|
||
Διαμάντω αλανιάρα
Βρε Διαμάντω μου χαδιάρα και γλυκιά μου παιχνιδιάρα,
έλα άνοιξε την πόρτα να 'ρθω μέσα σαν και πρώτα.
Άντε τράβα στη δουλειά σου, να μην εύρεις τον μπελά σου,
και αν είσαι παλληκάρι, τράβα κάνε μου τη χάρη.
Άσ' τα κόλπα σου Διαμάντω, θέλω σπίτι σου για να μπω,
λαχταρώ την εμορφιά σου και τα ‘λόγλυκα φιλιά σου.
Τράβα φύγε από μένα γιατί στα ‘χω μαζεμένα,
τράβα μ’ άλληνε να ζήσεις, ήσυχη να με αφήσεις.
|
||||
9. |
|
|||
Παραπονιούνται οι μάγκες μας
Παραπονούνται οι μάγκες μας κι αριστοκράτες όλοι
που δεν τους φέρνουνε να πιουν μαυράκι από την Πόλη.
Έλα, βρε μάγκα μου, να πιεις από τον αργιλέ μας
που έχουμε πολίτικο μαυράκι στον τεκέ μας.
Ν' ακούσεις τον Γιουβάν Τσαούς που παίζει το μπουζούκι
και με τις έμορφες πενιές ανάβει το τσιμπούκι.
Και χανουμάκια έμορφα θα μας τόνε πατάνε
και τσίκα μαύρη, έξυπνη, και τσίλιες να φυλάνε.
Γλυκιές πενιές θ' ακούγανε να χάσουν το μυαλό τους,
πλούσιοι, βιομήχανοι να κάμουν το σταυρό τους.
Κι αυτοί θα διατάζανε «κάντε και μας τσιμπούκι,
μάγκες, να μαστουριάσουμε, ν' ακούσομε μπουζούκι».
Και όλα τα ανφάν γκατέ μες στον τεκέ θα κάτσουν
μπουζούκι για ν' ακούσουνε και για να μαστουριάσουν.
Γι' αυτό σε λίγο, βρε παιδιά, σε τούτη 'δώ τη φύση
όλος ο κόσμος κι αν χαθεί, θα βρίσκεται χασίσι.
|
||||
10. |
Γιοβάν Τσαούς
04:01
|
|
||
Γιοβάν Τσαούς
Το μπουζούκι μου βαστάω, το ζεϊμπέκικο βαρώ,
εμπρός φίλοι, σηκωθείτε και αρχίστε το χορό.
Ο Γιουβάν Τσαούς βαράει το μπουζούκι του γλυκά,
η κιθάρα ακολουθάει το ζεϊμπέκικο σιγά.
Βάλε, κάπελα, ρετσίνα στου Τσαούση την υγειά
για να παίξει το μπουζούκι, να χορέψουν τα παιδιά.
|
||||
11. |
Ο κατάδικος
03:59
|
|
||
Ο κατάδικος
Μες στη φυλακή, στ' Ανάπλι, μ' έριξαν κατάδικο,
αμάν, δικαστή, βοήθεια κι αυτό είναι άδικο,
βρ' αμάν αμάν, άδικο.
Δεν μπορούσα να βαστάξω και να έχω αντεραστή,
τόνε σκότωσα και τώρα είμαι μες στη φυλακή,
βρ' αμάν αμάν, φυλακή.
Άπονη κακούργα, ψεύτρα, τώρα ζήσε μοναχή,
ο ένας βρίσκεται στο χώμα κι εγώ μες στη φυλακή,
βρ' αμάν-αμάν, φυλακή.
|
||||
12. |
Δροσάτη Πελοπόννησος
03:51
|
|
||
Δροσάτη Πελοπόννησος
Δροσάτη Πελοπόννησος, όμορφη Καλαμάτα,
έχεις κοπέλες νόστιμες κι όλες με μαύρα μάτια.
Έχουν σγουρά, μαύρα μαλλιά, μάγουλα βελουδένια
και δυο χειλάκια κόκκινα, θαρρείς και στάζουν αίμα.
Γι' αυτό κι εγώ σκλαβώθηκα μέσα στην Καλαμάτα,
για μια μικρούλα παχουλή, ξανθή και μαυρομάτα.
Όταν με πρωτογνώρισε και μου 'δωσε το χέρι,
τα δυο της χείλη μου 'πανε πως θα με κάνει ταίρι.
Επίστεψα στα λόγια της, τα 'βαλα στην καρδιά μου,
και τα φιλιά της τα 'κρυψα βαθιά στα σωθικά μου.
Μα όλα ήταν ψεύτικα, τα λόγια, τα φιλιά της,
μου 'δωσε πίσω την καρδιά και πήρε την δικιά της.
|
Various Greece
Ο Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε το 1893 στην Κασταμονή από Έλληνες γονείς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Εϊτζιρίδης, ωστόσο έμεινε γνωστός ως "Τσαούς" ύστερα από τη θητεία του στον οθωμανικό στρατό με το βαθμό του λοχία ("cavus"). Στην Ελλάδα ήρθε γύρω στα 1923. Αν και ήταν εξαίρετος συνθέτης και οργανοπαίκτης, απέφυγε να εργαστεί επαγγελματικά ως μουσικός. Πέθανε το 1942 από τροφική δηλητηρίαση. ... more
Streaming and Download help
If you like Various, you may also like:
Bandcamp Daily your guide to the world of Bandcamp